-
1 культура
1. (достижения общества) о (πνευματικός) πολιτισμός, η παιδεία, η πνευματική καλλιέργεια 2. (вид растения) το είδος (καλλιέργειας)зерновые - ы τα δημητριακά (πλ.)3. (совокупность сельскохозяйственных методов) η μέθοδος (της) αγροτικής καλλιέργειας.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > культура
-
2 культура
культу́р||аж1. ὁ πολιτισμός, ἡ πνευματική καλλιέργεια, ἡ μόρφωση, ἡ κουλτούρα:дворец \культураы τό μέγαρο τοῦ πολιτισμοί2. с.-х. ἡ καλλιέργεια:зерновые \культураы τά δημητριακά· технические \культураы οἱ τεχνικές καλλιέργειες, ἡ καλλιέργεια βιομηχανικών φυτών бахчевые \культураы ἡ καλλιέργεια μποστανικών ◊ физическая \культура ἡ σωματική ἀγωγή.